κακόμαθος

κακόμαθος
-η, -ο
αυτός που δύσκολα ή άσχημα μαθαίνει κάτι, δυσκολόμαθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)-* (< επίρρ. κακά) + -μαθος (< μάθος), πρβλ. πολύ-μαθος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”